Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αβλέπτημα [avléptima] το, (L)
- oversight, erratum (syn παρόραμα, σφάλμα):
- επικρίνει τη μέθοδο, τις ανακρίβειες και τα αβλεπτήματα των προγενέστερών του... ιστορικών (Vacalop)
[fr K ἀβλέπτημα id.]
- oversight, erratum (syn παρόραμα, σφάλμα):