Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αβλέμονας ο [avlémonas] Ο5 : (λαϊκότρ.) α. βαθύ και σκοτεινό μέρος της θάλασσας. β. (μτφ.) αμέτρητη ποσότητα. ΦΡ (σπάν.) τρώω τον αβλέμονα, τον περίδρομο, τον αγλέουρα.
[ίσως < αρχ. *ἀβλέμμων, αιτ. -ονα `όπου δε φτάνει το βλέμμα΄]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αβλέμονας [avlémonas] ο, region. (coasts & islands)
- bay suitable as anchorage
- ⓐ deep sea
- ⓑ fig unmeasurable quantity:
- έφαγε τον αβλέμονα (syn έφαγε τον περίδρομο) .