Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αβιταμίνωση η [avitamínosi] Ο33 : (ιατρ.) παθολογική κατάσταση του οργανισμού κατά την οποία οι βιταμίνες βρίσκονται σε χαμηλή ή ανύπαρκτη ποσότητα: H κακή διατροφή οδηγεί στην ~ του οργανισμού. Πολλά παιδιά γίνονται καχεκτικά από την ~.
[λόγ. < γαλλ. avitaminose < a- = α- 1 + vitamin(e) = βιταμίν(η) -ose = -ωσις > -ωση]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αβιταμίνωση [avitamínosi] η, med
- ① lack of vitamins, vitamin deficiency disease, avitaminosis:
- η απόλυτη έλλειψη μιας ορισμένης βιταμίνης οδηγεί στο παθολογικό σύνδρομο της... αβιταμινώσεως (Louros) |
- είχε πρηστή από ~ (Valetas)
- ⓐ malnutrition (syn υποσιτισμός)
- ② fig slackening (syn χαλάρωση):
- οι ηθικές αρχές έπαθαν ~ στον πόλεμο (Psathas).
- ① lack of vitamins, vitamin deficiency disease, avitaminosis: