Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αβερνίκωτος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αβερνίκωτος -η -ο [averníkotos] Ε5 : που την επιφάνειά του δεν την άλειψαν με βερνίκι· αγυάλιστος: Aβερνίκωτα παπούτσια.

[α- 1 βερνικώ(νω) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αβερνίκωτος, -η, -ο [averníkotos]
  • unvarnished, unpolished (syn άβαφος, αγυάλιστος):
    • παπούτσια αβερνίκωτα |
    • αβερνίκωτη εικόνα (of newly painted icon that has not been varnished)
  • ⓐ unglazed (syn πορώδης):
    • αβερνίκωτη πορσελάνη bisque (syn μπισκουί) .
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες