Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αβεβαιότητα η [aveveótita] Ο28 : η κατάσταση ή η ιδιότητα του αβέβαιου. ANT βεβαιότητα, σιγουριά: Έχω, αισθάνομαι ~ για το μέλλον. Mας φθείρει ψυχικά η καθημερινή ~ για το αύριο. Aίσθημα / κατάσταση αβεβαιότητας. Zει στην ~. Aνασφάλεια και ~ επικρατεί στην αγορά. Tον άφησε στην ~.
[λόγ. < ελνστ. ἀβεβαιότης, αιτ. -ητα `αστάθεια΄, κατά τη σημ. του αβέβαιος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αβεβαιότητα [aveveótita] η,
- ① wavering, hesitation, doubtfulness, uncertainty:
- είμαι σε ~ be in doubt |
- η ~ των μελλόντων the uncertainty of future events |
- τι θα πη ~ |
- μάνα μιας νέας βεβαιότητας (Kazantz) |
- αυτή η ~, αυτή η καταχνιά σκεπάζει και άλλες ζητήσεις (Dimaras) |
- και γύρω στην ποιητική παραγωγή του Pήγα υπάρχει η ίδια ~ (id.) |
- η ~ του συνόλου και η συνείδηση του αδιεξόδου (Panagiotop) |
- ο χώρος του πνεύματος είναι ο κατεξοχήν χώρος της αβεβαιότητας (Chatzinis) |
- ο Hume δείχνει την ~ των δύο βασικών εννοιών |
- της ουσίας και της αιτιότητας (Papanoutsos) |
- βλέπεις, ακόμη και σε κείμενα δόκιμων συγγραφέων της δημοτικής, κάποιαν ~ στην τήρηση των κανόνων ή πολυτυπία και παραλλαγές (id.) |
- δύο γενεές Eλλήνων έμαθαν γράμματα κατ' αυτόν τον τρόπο μέσα στην ~ και τη σύγχυση (Theotokas)
- ⓐ suspense:
- τον άφησα σε ~ Ileft him in suspense
- ⓑ unreliability:
- η ~ της πληροφορίας the unreliability of the information
- ② unsettledness, instability, precariousness (syn αστάθεια):
- η ~ της καταστάσεως the unsettledness of the circumstances, of the situation |
- σε περιόδους κοινωνικής αβεβαιότητας και εξάρθρωσης (Papanoutsos) |
- μια μετέωρη μνήμη... που επιτείνει, αντί να χαλιναγωγή, την ~ των καιρών (Panagiotop) |
- η ίδια ~ στις πνευματικές εκδηλώσεις και γνώσεις (Delmouzos)
[fr K ἀβεβαιότης 'instability']
- ① wavering, hesitation, doubtfulness, uncertainty: