Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αβδηριτισμός ο [avδiritizmós] Ο17 : ανοησία, ηλιθιότητα.
[λόγ. αβδηρίτ(ης) -ισμός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αβδηριτισμός [av∂iritizmós] ο, (L)
- stupidity, narrow-mindedness (syn ανοησία, μικρόνοια)
[der fr kath αβδηριτίζω 'resemble the Abderites, behave like an Abderite']