Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αβδελλιάζω [av∂eljázo] (& βδελλιάζω)
- ① be infested by leeches:
- το νερό αβδέλλιασε
- ② contract the deadly disease distomiasis, of herbivorous animals:
- αβδέλλιασαν τα πρόβατα, τα βόδια (syn κλαπατσιάζω)
- ③ splice pieces of wood or metal by means of sheet plate (syn αβδελλώνω) .
- ① be infested by leeches: