Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αβδέλλα η [avδéla] Ο25 : (λαϊκότρ.) βδέλλα.
[αρχ. βδέλλα με ανάπτ. προτακτ. α- 3 από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο και ανασυλλ. [mia-vδ > miavδ > mi-avδ] ]
[Λεξικό Κριαρά]
- αβδέλλα η,
- βλ. βδέλλα.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αβδέλλα s. βδέλλα.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αβδελλάς [av∂elás] ο,
- collector and peddler of leeches (syn βδελλοπώλης) .