Παράλληλη αναζήτηση
33 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αβγό [avγó] το, (sp. also αυγό)
- :
- ~ της ημέρας fresh egg, new-laid egg |
- αβγά της Λαμπρής Easter eggs (syn πασχαλινά αβγά) |
- αβγά βραστά boiled eggs; χτυπητά αβγά scrambled eggs; αβγά μάτια fried eggs sunnyside up |
- phr σαν ~ oval-shaped |
- phr φοβάται μη σπάση τ' αβγά he goes about it w. extreme caution |
- είναι χτεσινό ~ or μόλις έσκασε από τ' ~ or μόλις (or ακόμα δε) βγήκε από τ' ~ (του) he is just out of his shell, he is still wet behind the ears, he is too young and inexperienced (for a certain job etc) |
- κάτσε (or κάθισε) στ' αβγά σου don't meddle, mind your own business; καλά θα κάνη να κάτση στ' αβγά του; poem χρόνια κάθομουν στ' αβγά μου, δεν απρόβαλλα στη μέση (Karyotakis) |
- έχασε (και) τ' αβγά και τα καλάθια he made mistaken estimates, his plans fell through, and he lost everything; also, he doesn't know which way to turn, he lost all sense of reason |
- γελάει σα να του καθαρίζουν αβγά he laughs (and is in a very good mood) w. no apparent reason |
- prov αν χτυπήση τ' ~ στην πέτρα, αλί στ' ~, κι αν χτυπήση η πέτρα στ' ~, πάλι αλί στ' ~ the poor and weak suffer in any case |
- κούρεψε τ' ~ και πάρε το μαλλί του you can't get what isn't there, you can't get blood from a turnip
- ⓐ ichth roe, spawn (syn γόνος)
- ① usu pl αβγά τα, testicles (syn αρχίδια, L όρχεις)
- ② ~ (or ξύλινο ~ or ~ μανταρίσματος) home econ darning egg (Br darning-ball, darning-last)
- ③ ~ του τσαγιού tea infuser
- ④ archit egg (syn κυμάτιο)
[late MG fr MG αβγόν fr pl tawγά ← *τa ὠγά ← anc τa ὠά (cf Doric Argive ὢ_εον, Hesych.); cf Bova and Otranto avge, agve etc]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αβγο- [avγo]
- 1st me of cpds:
- αβγοκαλάμαρα, αβγοκόβω, αβγομάνα, αβγοπόλεμος, αβγόσυκο, αβγότσουφλο, αβγόφλουδα etc.
- 1st me of cpds:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αβγοδάρτης [avγo∂ártis] ο,
- eggbeater.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αβγοειδής, -ής, -ές [avγoi∂ís]
- egg-shaped, oviform, oval:
- ένας κάμπος ~στο σχήμα (Kondylakis) |
- μου 'φερε ένα δίσκο αβγοειδή (Kontoglou)
[for -ειδής cf L ὠοειδής]
- egg-shaped, oviform, oval:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αβγοθήκη [avγoθíci] η,
- ① eggcup (syn αβγουλιέρα) L ωοθήκη no syn (2) egg-tray
[Λεξικό Γεωργακά]
- αβγοκαλάμαρο [avγokalámaro] το, usu pl αβγοκαλάμαρα τα,
- a sweet resembling squids (καλαμάρια), made of egg-flour dough, fried in butter or oil, drizzled w. honey, and sprinkled w. grated walnuts or almonds (syn δίπλες) .
[Λεξικό Γεωργακά]
- αβγοκόβω [avγokóvo] aor αβγκόκοψα,
- flavor w. egglemon sauce, esp soup (syn κόβω τη σούπα [με] αβγολέμονο):
- πήγε ν' αβγοκόψη τη σούπα |
- σούπα αβγοκομμένη egglemon soup (syn σούπα αβγολέμονο) .
- flavor w. egglemon sauce, esp soup (syn κόβω τη σούπα [με] αβγολέμονο):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αβγοκουλούρα [avγokulúra] η,
- Easter bread w. unshelled hard-boiled eggs in it.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αβγολέμονο [avγolémono] το,
- egglemon sauce:
- σούπα ~soup flavored w. beaten egg and lemon juice |
- σούπα ρύζι (βοδινή) ~ |
- αρνί, αντίδια, ντολμάδες ~.
- egglemon sauce:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αβγολόγος [avγolóγos] ο,
- ① collector of eggs, buyer and peddler of eggs from door to door
- ② rare, eggcup (syn αβγοθήκη) .