Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αβγουλάκι [avγuláci] το,
- little egg, (endearing form for) egg:
- αντίκρυζα... τις μικρές φωλιές τους με τα πιτσιλωτά αβγουλάκια ή τα αμάλλιαγα πουλάκια τους (Lazaridis) |
- το ~, το γαλατάκι, το κοτοπουλάκι ήταν η αλαφρότερη... τροφή (Palaiologos)
[dimin of αβγούλι]
- little egg, (endearing form for) egg: