Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αβγοτάραχο [avγotáraxo] το, fish.
- fish roe, botargo:
- το ~ του χταποδιού, του κέφαλου |
- ~ της μουρούνας salted cod-roe |
- poem το μελιχρό ~ της Λίμνης (Palam)
[fr MG αβγοτάραχον ← αβγοτάριχον ← ωοτάριχον (Tzetzis) 'preserved fish roe'; cf αβγό 1b]
- fish roe, botargo: