Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αβγοκόβω [avγokóvo] aor αβγκόκοψα,
- flavor w. egglemon sauce, esp soup (syn κόβω τη σούπα [με] αβγολέμονο):
- πήγε ν' αβγοκόψη τη σούπα |
- σούπα αβγοκομμένη egglemon soup (syn σούπα αβγολέμονο) .
- flavor w. egglemon sauce, esp soup (syn κόβω τη σούπα [με] αβγολέμονο):