Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αβγοκόβω
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αβγοκόβω [avγokóvo] aor αβγκόκοψα,
  • flavor w. egglemon sauce, esp soup (syn κόβω τη σούπα [με] αβγολέμονο):
    • πήγε ν' αβγοκόψη τη σούπα |
    • σούπα αβγοκομμένη egglemon soup (syn σούπα αβγολέμονο) .
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες