Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αββάς
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
αββάς ο.
  • Mοναχός, καλόγερος:
    • τούτο δαμάζει πάντοτε τους ταπεινούς αββάδας (Προδρ. IV 378 χφ P κριτ. υπ).

[μτγν. αββά (K.Δ.) <αραμ. abbā (Bauer). H λ. τον 4. αι. (Lampe) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες