Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αβασίλευτος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αβασίλευτος 1 -η -ο [avasíleftos] Ε5 : (για δημοκρατικό πολίτευμα) που δεν έχει βασιλιά: Aβασίλευτη δημοκρατία. ANT βασιλευόμενη.

[λόγ. < αρχ. ἀβασίλευτος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αβασίλευτος 2 -η -ο : α.(για τον ήλιο ή άλλους αστέρες) που δεν έδυσε ακόμα, που βρίσκεται λίγο πριν από τη δύση του: Tο φεγγάρι ήταν αβασίλευτο σαν φτάσαμε. β. (μτφ. για τα μάτια) που δεν έκλεισαν. γ. (λογοτ.) ατέλειωτος: T΄ αβασίλευτα σκοτάδια του αιώνιου χαμού.

[α- 1 βασιλεύ(ω)II -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αβασίλευτος, -η, -ο [avasíleftos]
  • ① (L) not ruled by a king, without a monarch:
    • αβασίλευτη (L αβασίλευτος) δημοκρατία constitutional democracy w. the head of state being a president, not king, republic (ant βασιλευομένη δημοκρατία)
  • ② not having set, of sun, noon, stars:
    • ο ήλιος ήταν ~ ακόμα the sun had not set yet |
    • phr ~ ο ήλιος (independent nominal phrase equiv to adv) before sunset |
    • ήρθε ~ ο ήλιος |
    • αβασίλευτο φεγγάρι |
    • poem και μες στον άδη, για ιδές, | όλο τον ήλιο αβασίλευτο | μέσα μου κλειώ (Palam) |
    • επάνω | στο μέτωπό σου φως νοερό σαν αβασίλευτο άστρο (id.) |
    • ο νους σου ως ~ φεγγίζει γαλαξίας (KKaravidas)
  • ⓐ unending, of day, night, light etc:
    • poem θα περιμένω εσέ, στου απείρου | την αβασίλευτην ημέρα (Malakasis) |
    • φως νοερό αβασίλευτο, φέγγε μου πάντα, | χερουβική Mιράντα (Palam) |
    • νησί, | αβασίλευτη στο πέλαο δόξα (Sikel) |
    • αυτή την όμορφη ζωή... | πόχει αβασίλευτη χαρά κι αγέραστη έχει νιότη (Athanas) |
    • στ' αβασίλευτα | σκοτάδια του χαμού (Vlachoyannis)
  • ⓑ not shut, wide open, of the deceased's eyes:
    • poem όσο που τ' αβασίλευτα τα μάτια να σφαλίση till it shuts the wide open eyes (Palam).
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες