Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αβαρία η [avaría] Ο25 : 1.(ναυτ.) α. βλάβη ή ζημιά που παθαίνει το πλοίο ή το φορτίο του στη διάρκεια του ταξιδιού: Είχαμε πολλές αβαρίες στο ταξίδι. β. το ρίξιμο μέρους του φορτίου στη θάλασσα σε ώρα κινδύνου: Mας βρήκε φουρτούνα και κάναμε ~. 2α. οποιαδήποτε ζημιά, απώλεια: Aδιαφορώ για τις οικονομικές αβαρίες. β. οποιαδήποτε υποχώρηση, μετριασμός απαιτήσεων, αξιώσεων κτλ.: Δε σου ζητώ και πολλά πράγματα· μια μικρή ~ κάνε.
[ιταλ. avaria < αραβ. ῾awāriya]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αβαρία [avaríα] η, naut & fig
- ① damage to ship or cargo (syn θαλασσοζημία):
- το πλοίο έπαθε ~ the ship suffered damage |
- phr έπαθα ~ (αβαρίες) fig I suffered loss(es)
- ⓐ jettisoning of cargo to lighten ship to forestall sinking:
- phr κάνω ~ I jettison the cargo (syn ρίχνω το φορτίο στη θάλασσα) |
- fig concession, compromise (syn συγκατάβαση, συμβιβασμός, υποχώρηση) |
- phr κάνω ~ (αβαρίες) limit one's demands, make compromise concessions; show moderation in one's ideas (widely used in lit)
- ② marine insurance:
- a less than total loss sustained by a ship or cargo, average:
- γενική ~ general average
[fr It avaria 'damage to ship or cargo' ← Arab 'awariya' 'damaged merchandise']
- ① damage to ship or cargo (syn θαλασσοζημία):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αβαριάτος, -η, -ο [avarjátos] naut
- having sustained damage, damaged, of ship or cargo:
- καράβι αβαριάτο
- ⓐ coming from a damaged ship:
- αβαριάτο πράμα goods from a damaged ship
[fr It avariato 'damaged']
- having sustained damage, damaged, of ship or cargo: