Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αβαράρω [avaráro] Ρ6α : (ναυτ.) απομακρύνω βάρκα ή μικρό πλοίο από κάποιο σημείο, σπρώχνοντας με τα χέρια ή με το κουπί: Mπαίνουνε στις βάρκες και αβαράρουν.
[ιταλ. varar(e) -ω με ανάπτ. προτακτ. α- 3 από συμπροφ. με τα μόρια να, θα και ανασυλλ. [na-var > navar > n-avar] ]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αβαράρω [avaráro] (& βαράρω) aor
- αβαβάρισα, naut shove off (syn κάνω αβάρα, kath απωθώ):
- αβάρα! (command) shove off! |
- αβάρα αποδώ go away, fast! |
- αβαράρισε τη βάρκα να μη χτυπήση το καράβι |
- | intr μπαίνουνε στις βάρκες... κι αβαράρουν (Myriv) |
- η φελούκα αβαράρισε κ' έφυγε σιγά σιγά (KRados)
[fr It varare 'launch'; imper αβάρα fr It imper vara]
- αβαβάρισα, naut shove off (syn κάνω αβάρα, kath απωθώ):