Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αβαντζάρω· αβατζάρω· βατζάρω.
-
- 1) Προχωρώ με πρόθεση επιθετική:
- (Λεηλ. Παροικ. 221).
- 2)
- α) Μένω ως υπόλοιπο, περισσεύω:
- πόσα μου βατζάρασι; Tρία τσικίνια μόνο (Φορτουν. E´ 73)·
- β) περιττεύω, είμαι περιττός:
- σε ζουν τα μάτια τση και το ψωμί αβαντζάρει (Kατζ. A´ 40).
- α) Μένω ως υπόλοιπο, περισσεύω:
[<ιταλ. avanzare. O τ. βατζ‑ <βεν. vanzar. H λ. και οι τ. και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Προχωρώ με πρόθεση επιθετική:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αβαντζάρω [avandzáro] (& αβαντζέρνω & αβαντσάρω & αβαντσέρνω) aor
- αβαντάρισα
- ① put forward, advance (syn προκαταβάλλω):
- του αβαντζάρισα δύο χιλιάδες
- ② increase:
- μας αβαντζάρισε τους μισθούς
- ⓐ at auction, bid higher (syn πλειοδοτώ)
- ③ I have to receive (syn έχω λαμβάνειν)
- ④ intr be in excess (syn περισσεύω, πλεονάζω):
- το ύφασμα αβαντζάρισε there was enough cloth and then some
- ⑤ be superior to, excel (syn υπερτερώ)
[fr It avanzare advance, promote; surpass]