Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αβανταδόρος ο [avandaδóros] Ο18 θηλ. αβανταδόρισσα [avandaδórisa] Ο27α : 1α.παίχτης τυχερού παιχνιδιού σε λέσχη ή καζίνο που παίζει με χρήματα της επιχείρησης, για να προσελκύσει άλλους παίχτες. β. αυτός που δήθεν αγοράζει από μικροπωλητή, για να προσελκύσει πελάτες· κράχτης. 2. (προφ.) αυτός που κάνει αβάντες ή ζει από αυτές.
[αβάντ(α) -αδόρος· αβανταδόρ(ος) -ισσα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αβανταδόρος [avanda∂óros] ο,
- ① one living from income or profits derived from extortion or from questionable dealings
- ② one who plays cards at a club or pretends to buy from a sidewalk vendor in order to attract customers:
- έκανε τον αβανταδόρο στα χαρτοπαίγνια
- ③ slang accomplice of a thief
[fr It avantador]