Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αβαντάζ το [avantáz] Ο (άκλ.) : πλεονέκτημα: Tο διαμέρισμα έχει πολλά ~. Δέξου την πρότασή του, έχει πολλά ~.
[λόγ. < γαλλ. avantage]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αβαντάζ [avandáz] το, indecl
- advantage (syn πλεονέκτημα)
[fr Fr avantage 'id.']