Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αβανιάρης [avanjáris] ο, αβανιάρα [avanjára] η,
- calumniator, slanderer (syn αβάνης, συκοφάντης) .
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αβανιάρης -α -ικο [avanáris] Ε9 : (λαϊκότρ., λογοτ.) που συνηθίζει να λέει, να διαδίδει αβανιές· συκοφάντης.
[αβαν(ιά) -ιάρης]