Παράλληλη αναζήτηση
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αβανιά η [avaná] Ο24 : (λαϊκότρ., λογοτ.) 1. άδικη κατηγορία· συκοφαντία, κακολογία: Tου κόλλησαν την ~ πως τάχα αυτός ήταν ο κλέφτης. Πιο πολύ τον έπνιγαν οι αβανιές του κόσμου. 2. ζημιά, κακοτυχία, συμφορά: Mε βρήκαν / έπαθα πολλές αβανιές.
[μσν. αβάν(ης) `συκοφάντης΄ -ιά < αραβ. hawān -ης `προδότης΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- αβανία η· αβανιά· ’βανία.
-
- Συκοφαντία:
- και τις μπορεί να ζήσει σε τόσα τυραννίσματα, τες αβανιές που κάμνουν …! (Tζάνε, Kρ. πόλ. 2531).
[<τουρκ. avan - αραβ. ̒awān (Kαραποτόσογλου 1983: 359-66). H λ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Συκοφαντία:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αβανιά [avanjá] η,
- ① false accusation, calumny, slander (syn διαβολή, συκοφαντία):
- αυτό είναι ~ this is calumny |
- μου έβγαλαν or μου 'στησαν ~ they slandered me |
- τον πήρε η ~ slander ruined him |
- σκοτώνουν για μια ~ (Prevelakis) |
- folks. εκεί του ρίξαν μια ~ πως φίλησε κορίτσι (Arcadia)
- ② suffering, misfortune (syn δυστυχία, κακοτυχία, συμφορά):
- με βρήκαν or έπαθα πολλές αβανιές |
- αυτός πρώτος να χαθή και μαζί του κ' οι αβανιές του (Stavrou Ar) |
- poem και ζούνε στην τύφλα και στην ~, δασκάλοι, καλογέροι (Palam)
[der of αβάνης]
- ① false accusation, calumny, slander (syn διαβολή, συκοφαντία):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αβανιάζω [avanjázo]
- ① calumniate (syn διαβάλλω, συκοφαντώ)
- ② betray (syn καταδίδω, προδίδω):
- αβανίζω calumniate (Prevelakis).
[Λεξικό Γεωργακά]
- αβανιάρης [avanjáris] ο, αβανιάρα [avanjára] η,
- calumniator, slanderer (syn αβάνης, συκοφάντης) .
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αβανιάρης -α -ικο [avanáris] Ε9 : (λαϊκότρ., λογοτ.) που συνηθίζει να λέει, να διαδίδει αβανιές· συκοφάντης.
[αβαν(ιά) -ιάρης]