Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αβανγκαρντισμός ο [avaŋgardizmós] Ο17 : η τάση για πρωτοπορία: Ό,τι χαρακτηρίζει μερικούς νεότερους καλλιτέχνες είναι ένας άκρατος, υστερικός ~.
[λόγ. αβανγκάρντ -ισμός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αβανγκαρντισμός [avaŋgardizmós] ο,
- avant-gardism:
- το Παρίσι έχει παραμείνει... η πατρίδα όλων των αβανγκαρντισμών (Terzakis) |
- το ευρωπαϊκό θέατρο... αιχμαλωτισμένο στο αδιέξοδο ενός υστερικού αβανγκαρντισμού (Vima 20.11.64, p.2).
- avant-gardism: