Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αβανγκάρντ η [avaŋgárd] Ο (άκλ.) : αυτός ή αυτοί που πρωτοπορούν ή που επιδιώκουν να πρωτοπορούν προβάλλοντας τις πιο προωθημένες ή ακραίες θέσεις· πρωτοπορία: H ~ του συνδικαλιστικού κινήματος / της τέχνης.
[λόγ. < γαλλ. avant-garde]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αβανγκαρντισμός ο [avaŋgardizmós] Ο17 : η τάση για πρωτοπορία: Ό,τι χαρακτηρίζει μερικούς νεότερους καλλιτέχνες είναι ένας άκρατος, υστερικός ~.
[λόγ. αβανγκάρντ -ισμός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αβανγκαρντισμός [avaŋgardizmós] ο,
- avant-gardism:
- το Παρίσι έχει παραμείνει... η πατρίδα όλων των αβανγκαρντισμών (Terzakis) |
- το ευρωπαϊκό θέατρο... αιχμαλωτισμένο στο αδιέξοδο ενός υστερικού αβανγκαρντισμού (Vima 20.11.64, p.2).
- avant-gardism: