Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αβαθμολόγητος -η -ο [avaθmolójitos] Ε5 : που δε βαθμολογήθηκε ακόμα. ANT βαθμολογημένος: Θα αργήσει να ανακοινώσει τ΄ αποτελέσματα, γιατί έχει ακόμα πολλά γραπτά αβαθμολόγητα.
[λόγ. α- 1 βαθμολογη- (βαθμολογώ) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αβαθμολόγητος, -η, -ο [avaθmolóyitos]
- ① ungraded (of instruments):
- ~ χάρακας ungraded ruler; unclassified
- ② given no grade, unmarked (syn μη βαθμολογημένος):
- αβαθμολόγητη άσκηση unmarked exercise, αβαθμολόγητο γραπτό unmarked written exercise or examination paper |
- ο δάσκαλος άφησε το μαθητή αβαθμολόγητο the teacher did not give the student a grade.
- ① ungraded (of instruments):