Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αβίωτος -η -ο [avíotos] Ε5 : συνήθ. στη ΦΡ κάνω σε κπ. το βίο* αβίωτο.
[λόγ. < αρχ. ἀβίωτος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αβίωτος, -η, -ο [avíotos] (L)
- unlivable, wretched, miserable, impossibly difficult, unbearable (syn ανυπόφορος, αφόρητος):
- του έκανε το βίο αβίωτο |
- του κάνει τη ζωή αβίωτη |
- ένα πρόγραμμα κοινωνικό... θα κάνη βιώσιμο τον αβίωτο βίο ενός μεγάλου μέρους του πληθυσμού (Psathas) |
- οι γραμματικοί τού κάνουν τη ζωή αβίωτη (Dimaras) |
- poem όταν πια θα 'μαι κουρασμένη | εδώ να ζω μόνη και ξένη | χρόνους αβίωτους, | θα πάω να δω τη χώρα κλ (Karyotakis) |
- αφότου είδε το φως του ο Πλούτος, | αβίωτη μου 'χει κάμει τη ζωή μου (Stavrou Ar)
[fr K ἀβίωτος ← AG]
- unlivable, wretched, miserable, impossibly difficult, unbearable (syn ανυπόφορος, αφόρητος):