Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αβίδωτος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αβίδωτος -η -ο [avíδotos] Ε5 : που δεν τον έχουν βιδώσει, δεν τον έχουν προσαρμόσει ή συνδέσει με βίδες. ANT βιδωμένος: Aβίδωτη μηχανή.

[α- 1 βιδώ(νω) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αβίδωτος, -η, -ο [aví∂otos]
  • not fitted w. a screw, unscrewed:
    • αβίδωτη μηχανή

[cpd of α- and βιδωτός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες