Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αβίαστος -η -ο [avíastos] Ε5 : που γίνεται χωρίς καταναγκασμό, με τρόπο φυσικό και εύκολο, ελεύθερο και αυθόρμητο: Ο λόγος κυλάει φυσικός και ~, ανεπιτήδευτος. Mας ενθουσίασε το αβίαστο παίξιμο του έμπειρου ηθοποιού, φυσικό, απροσποίητο. Aβίαστο γέλιο, αυθόρμητο.
αβίαστα ΕΠIΡΡ: Aποφάσισε μόνος του, εντελώς ~, ελεύθερα, χωρίς πίεση. [λόγ. < αρχ. ἀβίαστος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αβίαστος, -η, -ο [avíastos]
- ① unhurried (ant βιαστικός):
- είναι ~ στη δουλειά του he is unhurried in his work |
- οι ώρες περνούσανε αβίαστες (KPolitis)
- ② untampered w., intact (syn απαραβίαστος):
- η κλειδαριά βρέθηκε αβίαστη
- ⓐ not raped:
- το κορίτσι βρέθηκε αβίαστο
- ③ unforced, unconstrained, spontaneous, free:
- αβίαστο γέλιο unconstrained laughter |
- αβίαστο και ανεπιτήδευτο λεκτικό |
- το ελεύθερο και αβίαστο ωρίμασμα του ανθρώπου σε ήθος και σε πνεύμα (Theodorokop)
- ⓑ done without effort, natural:
- αβίαστο ύφος fluent style |
- φυσική και αβίαστη διήγηση |
- αβίαστοι λαϊκοί στίχοι |
- κι αυτές χαίρονται τα πλούσια γερατειά τους... μέσα σε μια ευτράπελη και αβίαστη προσπάθεια νεανικότητας (Karantonis) |
- {η γλώσσα του Bαλαωρίτη}... ήτανε η πιο ηχηρή, η πιο αβίαστη κι αγνή δημοτική (ChChairop).
- ① unhurried (ant βιαστικός):