Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αβίαστα [avíasta] adv
- ① without haste, without rush, unhurriedly (syn χωρίς βιασύνη):
- κάνει ~ τη δουλειά του
- ② without force or strain, without (much) effort, easily:
- γράφω και μιλώ ~ |
- η γλώσσα εξελίσσεται ~ |
- phr φυσικά και ~ (or ~ και φυσικά) naturally and easily |
- αυθόρμητα και ~ |
- απλά και ~ |
- ομαλά και ~ smoothly and easily |
- ~ και φυσιολογικά |
- τα επεισόδια κυλούν γοργά και ~ |
- poem όλα τα λόγια γίνονται τραγούδι | στ' απλά μου χείλη σήμερα και τρέχουν | ~, καθαρά (Vrettakos).
- ① without haste, without rush, unhurriedly (syn χωρίς βιασύνη):