Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αβέρτα [avérta] επίρρ. τροπ. : (προφ.) α. ανοιχτά: Άφησε τις πόρτες ~ κι έφυγε. || και ως επιτατικό του επιθέτου ανοιχτός: Άφησε ~ ανοιχτές τις πόρτες. β. χωρίς περιορισμό· αφειδώς: Ξοδεύει ~ τα λεφτά του. || Mας έρχεται ~, πολύ συχνά. γ. καθαρά και ξάστερα, σταράτα: Mην τους φοβάσαι· μίλησέ τους ~.
[αβέρτ(ος) επίρρ. -α]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αβέρτα [avérta] adv
- ① without restraint, freely:
- οι φίλοι μου έρχονται στο σπίτι ~
- ② openly, outspokenly, candidly (syn ελεύθερα, καθαρά και ξάστερα):
- μίλησα ~I called a spade a spade
- ③ without restriction, openhandedly, lavishly:
- ξοδεύει ~
- ① without restraint, freely: