Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αβέβαιο [avéveo] το, (& L αβέβαιον)
- uncertainty (syn αβεβαιότητα):
- poem το ~ μας βασάνιζε σαν αίμα | που δε δώσαμε (NKarydis) |
- Xριστέ μου, ο σταυρός ο δικός σου | χάνεται στην ομίχλη του αβέβαιου (GChondrogiannis).
- uncertainty (syn αβεβαιότητα):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αβέβαιος -η -ο [avéveos] Ε5 : I.(για πρόσ.) που αμφιβάλλει, που δεν είναι βέβαιος, σίγουρος για κτ.: Είμαι ~ για το μέλλον. Είμαι λίγο ~ για την ορθότητα του επιχειρήματος. II1. που μας κάνει να είμαστε αβέβαιοι. α. που δεν μπορούμε να προβλέψουμε με σιγουριά την εξέλιξή του ή την κατάληξή του· απροσδιόριστος, αστάθμητος, αμφίβολος: Mας τρομάζει το σκοτεινό και αβέβαιο μέλλον. Ρευστή και αβέβαιη πολιτική κατάσταση. Aβέβαιο εισόδημα, επισφαλές. β. που αμφιβάλλουμε για την αλήθεια ή την ορθότητά του. ANT σίγουρος: Θολές και αβέβαιες μνήμες. Aβέβαιες προβλέψεις. γ. είναι αβέβαιο αν
, δεν είναι βέβαιο, σίγουρο
: Είναι αβέβαιο αν θα φύγουμε αύριο. 2. (για ενέργεια) που γίνεται με τρόπο που δείχνει αμφιβολία ή δισταγμό. ANT σταθερός, σίγουρος: Προχωρούσε με αβέβαιο και φοβισμένο βήμα. Mιλούσε με τρεμάμενη και αβέβαιη φωνή.
αβέβαια ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἀβέβαιος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αβέβαιος, -η (& L -αία), -ο [avéveos]
- ① undecided, wavering, dubious, unsure, of persons:
- είναι ~ για το ταξίδι, για το μέλλον he is undecided, wavering, unclear about the trip, the future
- ② unsettled, unstable, precarious, chancy, of conditions, weather etc:
- προχωρούσε με βήμα αβέβαιο |
- ο καιρός είναι ~ the weather is unstable, changeable |
- αβέβαιο εισόδημα precarious income |
- η ζωή είναι αβέβαιη life is chancy |
- είναι κάτι αβέβαιο it is a chancy thing |
- στη ρευστή τότε και αβέβαιη πολιτική μας κατάσταση in the then fluid and unstable political situation (Papanoutsos) |
- πόσο ασταθής και αβέβαιη είναι η ηθική ζωή (id.) |
- όσο αβεβαιότερη γίνεται η ζωή, τόσο και βαθύτερο γίνεται το συναίσθημα της ιστορικότητάς της (Theodorakop) |
- η αγωνία της αβέβαιης βιοπάλης (Loukatos) |
- poem στη μοναξιά μας | αβέβαια σκιόφωτα | φτωχά όνειρά μας (Papantoniou)
- ③ not determined, in the air, undefined, ambiguous, hazy (syn ακαθόριστος, απρόβλεπτος):
- τα σχέδια είναι ακόμη αβέβαια |
- αβέβαιες συνθήκες |
- είναι τόσο αβέβαια όλα |
- το αβέβαιο μέλλον or αύριο |
- αβέβαιες μνήμες ambiguous memories |
- αξίζει να θυσιάζης το βέβαιο παρόν στις αβέβαιες απολαβές του μέλλοντος; (Palaiologos) |
- στο μικρό μυαλό τους αβέβαιες και σκοτεινές έννοιες και παραστάσεις πλέουν μέσα σε χάος (Delmouzos) |
- θ' άφινα ένα αβέβαιο αγαθό για ένα άλλο, επίσης μεν αβέβαιο αλλά... μόνο ως προς το αν είναι κατορθωτό (Lambridi) |
- poem πήρες τα μάτια σου, έφυγες | προς την αβέβαιη στράτα (Melachrinos) |
- ωσάν το χέρι ενός παιδιού δειλά οπού θύρα κρούει | κι αβέβαιο βόγγο μυστικό που στον αγέρα τρέχει (Sikel) |
- σε σκότη | αβέβαια (id.)
[fr AG ἀβέβαιος 'unreliable, unsteady, unstable']
- ① undecided, wavering, dubious, unsure, of persons:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αβεβαιότητα η [aveveótita] Ο28 : η κατάσταση ή η ιδιότητα του αβέβαιου. ANT βεβαιότητα, σιγουριά: Έχω, αισθάνομαι ~ για το μέλλον. Mας φθείρει ψυχικά η καθημερινή ~ για το αύριο. Aίσθημα / κατάσταση αβεβαιότητας. Zει στην ~. Aνασφάλεια και ~ επικρατεί στην αγορά. Tον άφησε στην ~.
[λόγ. < ελνστ. ἀβεβαιότης, αιτ. -ητα `αστάθεια΄, κατά τη σημ. του αβέβαιος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αβεβαιότητα [aveveótita] η,
- ① wavering, hesitation, doubtfulness, uncertainty:
- είμαι σε ~ be in doubt |
- η ~ των μελλόντων the uncertainty of future events |
- τι θα πη ~ |
- μάνα μιας νέας βεβαιότητας (Kazantz) |
- αυτή η ~, αυτή η καταχνιά σκεπάζει και άλλες ζητήσεις (Dimaras) |
- και γύρω στην ποιητική παραγωγή του Pήγα υπάρχει η ίδια ~ (id.) |
- η ~ του συνόλου και η συνείδηση του αδιεξόδου (Panagiotop) |
- ο χώρος του πνεύματος είναι ο κατεξοχήν χώρος της αβεβαιότητας (Chatzinis) |
- ο Hume δείχνει την ~ των δύο βασικών εννοιών |
- της ουσίας και της αιτιότητας (Papanoutsos) |
- βλέπεις, ακόμη και σε κείμενα δόκιμων συγγραφέων της δημοτικής, κάποιαν ~ στην τήρηση των κανόνων ή πολυτυπία και παραλλαγές (id.) |
- δύο γενεές Eλλήνων έμαθαν γράμματα κατ' αυτόν τον τρόπο μέσα στην ~ και τη σύγχυση (Theotokas)
- ⓐ suspense:
- τον άφησα σε ~ Ileft him in suspense
- ⓑ unreliability:
- η ~ της πληροφορίας the unreliability of the information
- ② unsettledness, instability, precariousness (syn αστάθεια):
- η ~ της καταστάσεως the unsettledness of the circumstances, of the situation |
- σε περιόδους κοινωνικής αβεβαιότητας και εξάρθρωσης (Papanoutsos) |
- μια μετέωρη μνήμη... που επιτείνει, αντί να χαλιναγωγή, την ~ των καιρών (Panagiotop) |
- η ίδια ~ στις πνευματικές εκδηλώσεις και γνώσεις (Delmouzos)
[fr K ἀβεβαιότης 'instability']
- ① wavering, hesitation, doubtfulness, uncertainty: