Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αβέβαια [avévea] adv
- ambiguously, uncertainly; precariously:
- ο Kρόμβελ ακόμα χλωμά και ~του προμηνά τους αισχυλικούς Bυργράβους (Palam) |
- είδα τα μάτια της να κοιτάζουν ερωτηματικά, ~, με ανάλαφρο τρόμο (Kazantz) |
- αναιμικές ήταν οι αγάπες μας... ~ σχεδιασμένες (IPanagiotop) |
- η διάνοια του ανθρώπου στη Δύση... ξύπνησε δειλά κι ~ στην αρχή (Theodoridis).
- ambiguously, uncertainly; precariously: