Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αβάσταχτο
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Γεωργακά]
αβάσταχτο [avástaxto] το,
  • sth unbearable:
    • άξιους... να συνειδητοποιήσουν το ~, το αφόρητο για κάθε μετριότητα (Thrylos).
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αβάσταχτος -η -ο [avástaxtos] Ε5 : 1.που δεν μπορεί να τον βαστάξει, να τον σηκώσει κάποιος· πολύ βαρύς, ασήκωτος: Aβάσταχτο βάρος. || δυσβάσταχτος: Aβάσταχτα οικογενειακά βάρη. Aβάσταχτες υποχρεώσεις. Aβάσταχτοι φόροι. 2. που δεν μπορεί να τον υπομείνει κάποιος· ανυπόφορος, αφόρητος: Aβάσταχτη ζέστη / δυστυχία. ~ πόνος. Aβάσταχτο μαρτύριο. Aβάσταχτες συνθήκες ζωής. 3. που δεν μπορεί να τον συγκρατήσει κάποιος, να του περιορίσει τη δύναμη, την ορμή· πολύ ορμητικός, ασυγκράτητος: Tο πλήθος όρμησε αβάσταχτο / με αβάσταχτη ορμή. || παράφορος: Aβάσταχτο μίσος. Aβάσταχτη επιθυμία.

[ελνστ. ἀβάστακτος με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] (2: μσν. σημ.)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αβάσταχτος, -η, -ο [avástaxtos]
  • ① heavy (also fig):
    • ~ μόχθος heavy toil |
    • αβάσταχτη υποχρέωση, αβάσταχτη θυσία, αβάσταχτη τιμωρία |
    • αβάσταχτο βάρος |
    • αβάσταχτα οικογενειακά βάρη heavy family obligations |
    • αβάσταχτα χρέη heavy debts |
    • αβάσταχτοι φόροι heavy taxes
  • ⓐ insufferable, unbearable (syn ανυπόφορος):
    • αβάσταχτη ζωή |
    • αβάσταχτες συνθήκες ζωής |
    • ~ έρωτας |
    • ~ ζυγός unbearable yoke (of slavery) |
    • αβάσταχτο μαρτύριο |
    • αβάσταχτο θέαμα |
    • αβάσταχτες ταλαιπωρίες |
    • ~ πόνος, αβάσταχτη οδύνη |
    • αβάσταχτη αγωνία, αβάσταχτη δυστυχία, αβάσταχτη απογοήτευση |
    • αβάσταχτη θλίψη, αβάσταχτη καταπίεση, αβάσταχτη μυρουδιά, αβάσταχτη πίκρα, αβάσταχτη συμφορά, αβάσταχτη τιμωρία |
    • αβάσταχτα δεινά unbearable sufferings |
    • ~ άνθρωπος unbearable person |
    • poem κ' η δόξα του είν' αβάσταχτη για με φεγγοβολή (Sikel)
  • ② uncontrolable, unrestrained (syn ακράτητος, παράφορος):
    • το πλήθος ξεχύνεται αβάσταχτο |
    • αβάσταχτο άλογο |
    • αβάσταχτα γέλια |
    • ~ καημός, αβάσταχτη πεθυμιά |
    • αβάσταχτο μίσος
  • ③ impatient (syn ανυπόμονος)

[fr K ἀβάστακτος (ἀ- and βαστάζω); cf αβάσταγος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες