Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αβάστακτος, επίθ.· αβάσταγος.
-
- 1) Που δε μπορεί κανείς να τον κρατήσει εξαιτίας του βάρους του, ασήκωτος, πολύ βαρύς:
- γομάρια αβάστακτα (Διήγ. παιδ. 770).
- 2) (Mεταφ.) ανυπόφορος, αφόρητος:
- πολλά είναι αβάσταγοι οι απαπέσω πόνοι (Φαλιέρ., Λόγ. 260).
[μτγν. επίθ. αβάστακτος. H λ. και σήμ.]
- 1) Που δε μπορεί κανείς να τον κρατήσει εξαιτίας του βάρους του, ασήκωτος, πολύ βαρύς: