Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αβάσιμος -η -ο [avásimos] Ε5 : που δε βασίζεται, δε στηρίζεται σε πραγματικά στοιχεία· αβάσιστος, αστήρικτος, ανυπόστατος: Aβάσιμη πληροφορία. Aβάσιμες φήμες / εντυπώσεις. Aβάσιμο συμπέρασμα / επιχείρημα. ~ υπαινιγμός. Άδικες κατηγορίες και αβάσιμες. H άποψή σας δεν αντέχει σε καμιά κριτική· είναι εντελώς αβάσιμη.
αβάσιμα ΕΠIΡΡ. [λόγ. α- 1 βάσιμος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αβάσιμος, -η, -ο [avásimos]
- without foundation, unfounded, groundless, unsubstantial, unsubstantiated (syn αστήρικτος, αδικαιολόγητος, ανυπόστατος):
- αβάσιμη είδηση, αβάσιμη πληροφορία |
- αβάσιμη άποψη, αβάσιμη εκδοχή |
- αβάσιμο επιχείρημα |
- αβάσιμη υπόθεση unfounded supposition; αβάσιμες υποθέσεις unfounded allegations |
- αβάσιμα παράπονα unsubstantial, frivolous complaint |
- άδικη κι αβάσιμη κατηγορία unfounded charges |
- αβάσιμες επικρίσεις unfounded criticisms |
- αβάσιμες φήμες unfounded rumors |
- αβάσιμη διεκδίκηση arrogation; ~ ισχυρισμός unfounded contention; arrogation |
- prose |
- στηλιτεύει τις αβάσιμες κ' επικίνδυνες... διαδόσεις (Terzakis) |
- η εντύπωσή σου αυτή... δεν μπορεί να είναι αβάσιμη (Palam) |
- ~ υπαινιγμός (Chourmouzios) |
- θα ήταν αβάσιμο να ισχυριστή κανείς πως it would be without foundation for one to contend that (Christidis).
- without foundation, unfounded, groundless, unsubstantial, unsubstantiated (syn αστήρικτος, αδικαιολόγητος, ανυπόστατος):