Παράλληλη αναζήτηση
31 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αβάς ο [avás] Ο1 : 1.τίτλος ηγούμενου ή ιερέα στην καθολική εκκλησία. 2. (ιστ.) ονομασία ασκητή στη Συρία, Παλαιστίνη, Aίγυπτο, τους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες. || τίτλος (επισκόπου) στη συριακή και κοπτική εκκλησία.
[1: ελνστ. ἀββᾶς < αραμ. abbā `πατέρας΄ -ς (ορθογρ. απλοπ.)· 2: λόγ. < ελνστ. ἀββᾶς]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αβάς [avás] ο, (sp. also αββάς)
- prior of a monastery of the western churches, abbot (of an abbey) (equiv to ηγούμενος of the eastern churches):
- γάλλος ~ του 18ου αιώνα a French abbot of the 18th c. (Melas); also (Cath) parish priest or pastor
[MG αββάς 'id.' fr K ἀββᾶς, in pap also ἀβᾶς, fr ἀββᾶ, ← Aram abba- 'father']
- prior of a monastery of the western churches, abbot (of an abbey) (equiv to ηγούμενος of the eastern churches):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αβασάνιστα [avasánista] adv
- ① without torture; without cares (syn αταλαιπώρητα):
- ζη or περνάει ~
- ② in lit, without (careful) examination, without scrutiny (syn ανεξέλεγκτα):
- ~ μεταχειρίζουνται νεωτεριστικά στοιχεία και νοήματα (Karantonis) |
- (την αποστροφή προς την ύλη) τόσο ~ συχνά αποδίδουν στο χριστιανισμό (Tatakis) |
- τη ρητή προτροπή του δασκάλου προς τους μαθητές να μη δεχτούν ~ τις υποθέσεις του (Papanoutsos) |
- μια τέτοια εξήγηση, που δόθηκε βιαστικά κι ~ από πολλούς δείχνει μόνον επιπολαιότητα στις εκτιμήσεις (Terzakis).
- ① without torture; without cares (syn αταλαιπώρητα):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αβασάνιστο [avasánisto] το,
- lack of scrutiny:
- εξήγησε το ~ της γνώμης μου από τη νεότητά μου κι από την απειρία μου (Palam).
- lack of scrutiny:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αβασάνιστος -η -ο [avasánistos] Ε5 : 1.που δε βασανίστηκε, δεν ταλαιπωρήθηκε σωματικά ή ψυχικά. ANT βασανισμένος: Aβασάνιστο κορμί. Aβασάνιστη ψυχή. 2. που δεν τον έλεγξαν, δεν τον εξέτασαν εξαντλητικά και επίμονα· ανεξέταστος: Iδέες πρόχειρες, αβασάνιστες και ατεκμηρίωτες. Bιαστικά και αβασάνιστα συμπεράσματα. Aβασάνιστες κατηγορίες.
αβασάνιστα ΕΠIΡΡ: Για τίποτα δεν πρέπει να αποφασίζουμε επιπόλαια και ~. Συμβούλευε τους μαθητές του να μη δέχονται ~ τις απόψεις του. [λόγ.: 2: αρχ. ἀβασάνιστος· 1: ελνστ. σημ.]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αβασάνιστος, -η, -ο [avasánistos]
- ① not having suffered torments or cares, untormented (syn αταλαιπώρητος, ant βασανισμένος)
- ② unexamined, unscrutinized, not well thought out, impromptu (syn ανεξέλεγκτος, ανεξέταστος, ant εξελεγμένος):
- έτοιμες κι αβασάνιστες ιδέες (Theotokas) |
- τίποτε δεν επιτρέπεται να προσφέρεται αβασάνιστο και ατεκμηρίωτο (IPanayotop) |
- αβασάνιστο δόγμα (Tatakis) |
- ο επιμερισμός των ευθυνών γίνεται με τρόπο αβασάνιστο, αυθαίρετο, παράλογο (Terzakis) |
- αβασάνιστες έννοιες της κοινής αντίληψης των πραγμάτων (Papanoutsos).
[Λεξικό Κριαρά]
- αβασγικός, επίθ.· αιτιατ. πληθ. αβασγίκους, (Διγ. Z 2220).
-
- Που προέρχεται από την Αβασγία του Εύξεινου Πόντου (περιοχή της σημερινής Αμπχαζίας):
- ιεράκια τα αβασγικά (Ορνεοσ. 57825).
[<τοπων. Αβασγία (6. αι., DGE) + κατάλ. ‑ικός. Η λ. στο Steph. (λ. Αβασγία)]
- Που προέρχεται από την Αβασγία του Εύξεινου Πόντου (περιοχή της σημερινής Αμπχαζίας):
[Λεξικό Κριαρά]
- Αβασγίτης ο.
-
- Αβασγός·
- (ως επίθ.) που προέρχεται από την Αβασγία (πβ. αβασγικός):
- Δέδωκε μεν ο στρατηγός … χιονίδας ιέρακας δώδεκα Αβασγίτας (Διγ. Gr. 1856).
- (ως επίθ.) που προέρχεται από την Αβασγία (πβ. αβασγικός):
[<τοπων. Αβασγία + κατάλ. ‑ίτης]
- Αβασγός·
[Λεξικό Κριαρά]
- Αβασγός ο.
-
- Κάτοικος της Αβασγίας:
- (Πανάρ. 7616).
[<τοπων. Αβασγία + κατάλ. ‑ός. Η λ. τον 6. αι. (DGE, λ. ‑οί)]
- Κάτοικος της Αβασγίας:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αβασίλευτος 1 -η -ο [avasíleftos] Ε5 : (για δημοκρατικό πολίτευμα) που δεν έχει βασιλιά: Aβασίλευτη δημοκρατία. ANT βασιλευόμενη.
[λόγ. < αρχ. ἀβασίλευτος]