Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αβάρετος 1 -η -ο [aváretos] Ε5 : που δε βαριέται, δεν κουράζεται· ακούραστος, άοκνος: ~ άνθρωπος, ποτέ δεν αρνήθηκε να κάνει οτιδήποτε και αν του ζήτησαν.
αβάρετα ΕΠIΡΡ: Έλεγε το ίδιο και το ίδιο τραγούδι ~ από το πρωί ως το βράδυ, χωρίς να βαριέται. [α- 1 βαρε- (βαρώ δες βαριέμαι) -τος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αβάρετος 2 -η -ο : που δεν τον χτύπησαν: Aβάρετοι στρατιώτες, απλήγωτοι. || Aβάρετο γάλα, που δεν αποβουτυρώθηκε, άδαρτο.
[α- 1 βαρε- (βαρώ δες βαράω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αβάρετος, -η, -ο [aváretos]
- ① indefatigable, tireless, diligent (ant βαρετός):
- είναι ~ στη δουλειά του [α- + βαρετός]
- ② unstruck, unbeaten:
- ~ λαγός unshot hare |
- οι αβάρετοι στρατιώτες the unwounded soldiers |
- αβάρετο γάλα unchurned milk (syn άδαρτος) |
- unstruck, of hours:
- ήταν αβάρετες δύο όταν ήρθες the clock had not struck two when you came
- ⓐ of the sun, not yet appeared, its rays not yet touching the earth:
- ο ήλιος ήταν ~ στα βουνά the sun's rays had not yet appeared on the mountain |
- ήρθα ~ ο ήλιος I came at dawn.
- ① indefatigable, tireless, diligent (ant βαρετός):