Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αβάπτιστος, επίθ.· αβάφτιστος.
-
- 1)
- α) Που δε βαφτίστηκε ακόμη:
- θανών αβάπτιστος (Δούκ. 13519)·
- β) ο μη χριστιανός, αλλόθρησκος:
- τα έθνη … τα αβάφτιστα (Xρον. Mορ. H 1249).
- α) Που δε βαφτίστηκε ακόμη:
- 2) Άπιστος, κακός:
- άπιστοι, αιρετικοί … και παντελώς αβάπτιστοι (Iστ. Bλαχ. 1500).
[αρχ. επίθ. αβάπτιστος. O τ. και η λ. και σήμ.]
- 1)