Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αβάντζο το [avándzo] & αβάντσο το [avántso] Ο39 : στις ΦΡ πάμε ~;, για τυχερά παιχνίδια, όταν οι παίχτες συμφωνούν να αυξήσουν τον αριθμό των πόντων του παιχνιδιού. δίνω ~, παραχωρώ πλεονεκτήματα στον αντίπαλο: Tρέχουμε στα εκατό μέτρα; Σου δίνω ~ δέκα (μέτρα).
[ιταλ. avanzo `πλεόνασμα ισολογισμού΄ και ηχηροπ. [ts > dz] από επίδρ. του ριν. [n] ]
[Λεξικό Κριαρά]
- αβάντζον το.
-
- Kέρδος, όφελος:
- (Θρ. Kύπρ. 474).
[<ιταλ. avanzo. H λ. και σήμ. (‑ο)]
- Kέρδος, όφελος: