Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αβάντζα η [avándza] & αβάντσα η [avántsa] Ο25α : (προφ.) 1. προκαταβολή μισθού, οφειλής ή χρέους· μπροστάντζα: Πήρα ~ τρία χιλιάρικα. 2. αβάντα2. 3. συγκαταβατικό φέρσιμο: Δε θα δεχτώ να μου κάνει τέτοιες αβάντσες αυτός ο τιποτένιος.
[αβαντσ(άρω) `προκαταβάλλω΄ -α (αναδρ. σχημ.) < ιταλ. avanzar(e) `είμαι πιστωτής΄ -ω και ηχηροπ. [ts > dz] από επίδρ. του ριν. [n] ]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αβάντζα [avántza] η, (& dial αβάντσα & αβάντζο το & αβάντσο το)
- ① benefit, advantage (syn αβάντα, όφελος, πλεονέκτημα):
- δουλειά χωρίς αβάντζο
- ② advance payment (syn μπροστάντζα, προκαταβολή):
- πήρα or μου 'δωσε αβάντσο χίλιες δραχμές
- ③ at gambling, card playing, when there is a tie, increase in the amount of points:
- πάμε αβάντζο
[fr It avanzo 'remains; surplus'; the form αβάντζα f deverb fr αβαντζάρω]
- ① benefit, advantage (syn αβάντα, όφελος, πλεονέκτημα):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αβαντζάρισμα [avandzárizma] το,
- ① higher bid (syn πλειοδοσία)
- ② surplus
- ③ net profit.
[Λεξικό Κριαρά]
- αβαντζάρω· αβατζάρω· βατζάρω.
-
- 1) Προχωρώ με πρόθεση επιθετική:
- (Λεηλ. Παροικ. 221).
- 2)
- α) Μένω ως υπόλοιπο, περισσεύω:
- πόσα μου βατζάρασι; Tρία τσικίνια μόνο (Φορτουν. E´ 73)·
- β) περιττεύω, είμαι περιττός:
- σε ζουν τα μάτια τση και το ψωμί αβαντζάρει (Kατζ. A´ 40).
- α) Μένω ως υπόλοιπο, περισσεύω:
[<ιταλ. avanzare. O τ. βατζ‑ <βεν. vanzar. H λ. και οι τ. και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Προχωρώ με πρόθεση επιθετική:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αβαντζάρω [avandzáro] (& αβαντζέρνω & αβαντσάρω & αβαντσέρνω) aor
- αβαντάρισα
- ① put forward, advance (syn προκαταβάλλω):
- του αβαντζάρισα δύο χιλιάδες
- ② increase:
- μας αβαντζάρισε τους μισθούς
- ⓐ at auction, bid higher (syn πλειοδοτώ)
- ③ I have to receive (syn έχω λαμβάνειν)
- ④ intr be in excess (syn περισσεύω, πλεονάζω):
- το ύφασμα αβαντζάρισε there was enough cloth and then some
- ⑤ be superior to, excel (syn υπερτερώ)
[fr It avanzare advance, promote; surpass]