Παράλληλη αναζήτηση
10 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αβάντα η [avánda] Ο25α : 1α.(προφ.) πλεονέκτημα: Aυτή η δουλειά έχει πολλές αβάντες. β. κέρδος, όφελος που συνήθ. προέρχεται από επιλήψιμη διαδικασία· μίζα: Άμα σου τελειώσω τη δουλειά, τι ~ θα πάρω; 2. (σπάν.) υποστήριξη συνήθ. έμμεση, μέσο, αβάντζα: Είχε ~ και μπήκε στη Σχολή. 3. (θέατρ.) σύνολο γνωρισμάτων ρόλου ή παράστασης που σκοπεύουν στο να προσελκύσουν το κοινό με εξωτερικά, συνήθ. φανταχτερά μέσα.
[παλ. ιταλ. avant(are) ή βεν. vant(arse) `καυχιέμαι΄ -α (αναδρ. σχημ.)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αβάντα [avánta, less freq avánda] η,
- ① help, support, backing, advantage:
- μου κάνει μεγάλη ~ |
- έχει την ~ του θείου του |
- έχει ~ τους φίλους του
- ⓐ theat role obtained through the influence of another
- ② (suspicious) profit or subsidy:
- ζη από or με (τις) αβάντες
[fr It avante (LLat abante) 'ahead, forward' after Gr advs in -α such as μπροστά, or deverb fr αβαντάρω]
- ① help, support, backing, advantage:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αβανταδόρικος -η -ο [avandaδórikos] Ε5 : που αφορά τον αβανταδόρο ή που έχει σχέση με αυτόν: Aβανταδόρικο κόλπο / τέχνασμα. Aβανταδόρικη σκηνοθεσία.
αβανταδόρικα ΕΠIΡΡ. [αβανταδόρ(ος) -ικος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αβανταδόρικος, -η, -ο [avanda∂órikos]
- pertaining to an αβανταδόρος; αβανταδορίστικος 'id.'; theat:
- αβανταδόρικοι ρόλοι.
- pertaining to an αβανταδόρος; αβανταδορίστικος 'id.'; theat:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αβανταδόρος ο [avandaδóros] Ο18 θηλ. αβανταδόρισσα [avandaδórisa] Ο27α : 1α.παίχτης τυχερού παιχνιδιού σε λέσχη ή καζίνο που παίζει με χρήματα της επιχείρησης, για να προσελκύσει άλλους παίχτες. β. αυτός που δήθεν αγοράζει από μικροπωλητή, για να προσελκύσει πελάτες· κράχτης. 2. (προφ.) αυτός που κάνει αβάντες ή ζει από αυτές.
[αβάντ(α) -αδόρος· αβανταδόρ(ος) -ισσα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αβανταδόρος [avanda∂óros] ο,
- ① one living from income or profits derived from extortion or from questionable dealings
- ② one who plays cards at a club or pretends to buy from a sidewalk vendor in order to attract customers:
- έκανε τον αβανταδόρο στα χαρτοπαίγνια
- ③ slang accomplice of a thief
[fr It avantador]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αβαντάζ το [avantáz] Ο (άκλ.) : πλεονέκτημα: Tο διαμέρισμα έχει πολλά ~. Δέξου την πρότασή του, έχει πολλά ~.
[λόγ. < γαλλ. avantage]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αβαντάζ [avandáz] το, indecl
- advantage (syn πλεονέκτημα)
[fr Fr avantage 'id.']
[Λεξικό Γεωργακά]
- αβαντάρω [avandárο]
- support, assist s.o. to advance:
- αβαντάρουμε τις αξιώσεις των δημοσίων υπαλλήλων we support the demands of the civil servants |
- theat ~ έναν ηθοποιό I help an actor to advance (e.g., by offering him a role)
[fr OIt avantare]
- support, assist s.o. to advance:
[Λεξικό Κριαρά]
- αβαντάτζιον το· αβατάντζιον.
-
- Προνόμιο και κέρδος που προέρχεται από αυτό:
- να έχει πολλά κέρδη λεγόμενα αβαντάτζια (Aσσίζ. 27925).
[<γαλλ. avantage· πβ. και ιταλ. avvantagio. Η λ. στο Du Cange. T. αβαττάτζια τα σήμ. κυπρ.]
- Προνόμιο και κέρδος που προέρχεται από αυτό: