Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αβάκιο το [avákio] Ο40 : (λόγ.) μικρός άβακας, η πλάκα στην οποία έγραφαν οι μικροί μαθητές.
[λόγ. < αρχ. ἀβάκιον]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αβάκιο [avácio] το, (L)
- ① little abacus; mathem & statist chart, nomogram
- ② chessboard:
- ~ ζατρικίου (syn σκακιέρα)
[fr K ἀβάκιον]