Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αίφνης [éfnis] επίρρ. τροπ. : (λόγ.) 1. ξαφνικά, απροσδόκητα: Kι ενώ όλα ήταν ήσυχα, ~ ήλθε η καταστροφή. 2. για επιλογή χωρίς ενδιαφέρον: Aς έλθει κάποιος στον πίνακα· ο Γιάννης ~.
[λόγ. < αρχ. αἴφνης (στη σημ. 1)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αίφνης [éfnis] adv (L)
- ① all of a sudden, suddenly, unexpectedly (syn αιφνίδια, αιφνιδίως, άξαφνα, ξαφνικά, near-syn απρόοπτα, απροσδόκητα):
- ~ ήρθε η ανατροπή του καθεστώτος |
- ~ ανακαλύπτει ότι το έργο του μοιάζει με γύμνασμα (Papanoutsos) |
- τα μαθαίνει όλα και ~ -η αποκάλυψη- υψώνεται έως τον ηρωισμό (id.) |
- poem ... κ' ~ |
- εκεί που ομιλούσε παρεφέρθη (Kavafis) |
- θα παραξενευόμουν αν ~ ερχόταν ένα τραίνο (Decavalles)
- ② for instance, e.g. (syn παραδείγματος χάρη, λόγου χάρη):
- άλλοτε ~ όποιος ερχότανε στο Παρίσι ... έπρεπε να κάνη τη βόλτα του και στις λαϊκές συνοικίες (KParaschos) |
- άλλο ζήτημα αν έρχονταν επισκέπτες· κατέφτανε ~ η κυρία Aριστέα (AGiannop)
[fr kath αίφνης ← AG]
- ① all of a sudden, suddenly, unexpectedly (syn αιφνίδια, αιφνιδίως, άξαφνα, ξαφνικά, near-syn απρόοπτα, απροσδόκητα):