Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αίτιος ο [étios] Ο19 : αυτός που με τις ενέργειές του έχει προκαλέσει ένα γεγονός, συνήθ. δυσάρεστο: Kατάρα / ανάθεμα στον αίτιο! Ο ~ της συμφοράς / καταστροφής / ευτυχίας / δυστυχίας. Aς όψεται ο ~! Bασικός ~ ή κυριότερος ~, πρωταίτιος.
[λόγ. < αρχ. αἴτιος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αίτιος1 [étios] ο,
- perpetrator, author, instigator, therefore also person responsible for sth (syn ο υπεύθυνος):
- είσαι ο ~ της συμφοράς |
- ~ όλων των δεινών |
- να παιδευτούνε οι αίτιοι (Makryg) |
- ρίχνει ένας άλλος ..., σκότωσε τον αίτιο (id.) |
- πήρα και τους δικούς μου να πιάσω τους αίτιους (id.) |
- καταριότανε τους αίτιους της συφοράς (Myriv) |
- όσο αίμα χυθή ... θα γενή θελιά στο λαιμό του αίτιου (Prevelakis)
[fr K ατιος]
- perpetrator, author, instigator, therefore also person responsible for sth (syn ο υπεύθυνος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αίτιος2, -α, -ο [étios] (f & n rare)
- responsible, accountable:
- είναι ~της ζημίας he is responsible for the damage |
- άλλοι ήταν αίτιοι (Makryg)
[fr K ατιος]
- responsible, accountable: