Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αίτιο
27 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αίτιο το [étio] Ο40 : κάθε γεγονός, φαινόμενο, ενέργεια κτλ. που οδηγεί στη δημιουργία ενός αποτελέσματος· αιτία: Tα αίτια ενός ναυαγίου / των σεισμών / μιας απεργίας. Aίτια και αφορμές του Πελοποννησιακού πολέμου. (φιλοσ.) Σχέση αιτίου και αιτιατού. (γραμμ.) Ποιητικό / αναγκαστικό / τελικό ~.

[λόγ. < αρχ. αἴτιον]

[Λεξικό Γεωργακά]
αίτιο [étio] το, (& L αίτιον) (real)
  • cause, reason (syn αιτία, ant αφορμή):
    • τα αίτια της ενέργειας (L ενεργείας) reasons for the action |
    • τα αίτια του πολέμου the causes of the war |
    • αίτια του εγκλήματος motives of the crime |
    • σειρά αιτίων chain of causes (in which each cause is at the same time the effect of a preceding cause) |
    • ~ και αποτέλεσμα or ~ και αιτιατό cause and effect |
    • ~ και αιτιατό μεταξύ δύο γεγονότων |
    • αλυσίδα του αιτίου και αιτιατού |
    • η αλληλουχία αιτίων και αιτιατών |
    • αίτια εμπλοκών causes of stoppages |
    • του ξηγηθήκανε τα αίτια (Makryg) |
    • τ' είναι το αίτιον (id.) |
    • τα αίτιά της δεν ήταν ηθικά ούτε αισθητικά, ήταν ακόμα βαθύτερα (Theotokas) |
    • η επιδείνωση των συνθηκών της ζωής και ο πολλαπλασιασμός των φόρων ήταν σημαντικά αίτια εξισλαμισμού (Vacalop)
  • ⓐ philos αίτιον cause, (Plato) causality, (Philo) instrumental cause
  • ⓑ synt ποιητικό ~ agent:
    • αναγκαστικό ~ forcing agent |
    • τελικό ~ final cause

[fr MG ← K, AG α­τιον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αιτιοκρατία η [etiokratía] Ο25 : (φιλοσ.) 1. ύπαρξη αιτιότητας: Φυσική / κοινωνική / ψυχική / ηθική ~. Iστορική / τεχνολογική / οικονομική ~. Στη φύση κυριαρχεί απόλυτη ~. H ψυχολογία ως επιστήμη προϋποθέτει την ~ των φαινομένων του ψυχικού βίου. 2. φιλοσοφική θεωρία που υποστηρίζει την αιτιοκρατία, δέχεται δηλαδή ότι κάθε γεγονός, φαινόμενο, ενέργεια κτλ. καθορίζεται απόλυτα από τις αιτίες του: Yποστηρικτές / αντίπαλοι της αιτιοκρατίας.

[λόγ. αίτι(ον) -ο- + -κρατία]

[Λεξικό Γεωργακά]
αιτιοκρατία [etiokratía] η, philos
  • determinism (syn less freq αιτιαρχία):
    • η αρχή της αιτιοκρατίας |
    • η ~ των στωικών |
    • απόλυτη ~ |
    • ο απόλυτος ματεριαλισμός με την αυστηρή του ~ είναι υπόθεση ... που δεν μπορεί απολύτως ποτέ να επαληθευτή ή να διαψευστή (Lambridi) |
    • προϋπόθεσή της έχει η ψυχολογία το αίτημα της αιτιοκρατίας των φαινομένων του ψυχικού βίου (Tatakis) |
    • οι μαρξιστές είναι δογματικά προσκολλημένοι σε μιαν άκαμπτη ~ των κοινωνικών φαινομένων (Tsatsos)

[cpd w. -κρατία]

[Λεξικό Γεωργακά]
αιτιοκρατικά [etiokratiká] adv (& αιτιοκρατικώς)
  • deterministically:
    • ο νους πρέπει να συνδέση αιτιοκρατικώς το ύστερα με το τώρα, για να φτάση στη γνώση του νόμου της αιτιότητος και συγχρόνως στη γνώση του εαυτού του (Theodorakop) |
    • τίποτε χρονικά προηγούμενο δεν μας επιβάλλει το αίσθημα ~, γιατί πηγάζει από τις ίδιες τις θεωρητικές δυνάμεις της συνείδησης (Tsatsos) |
    • ο Aριστοτέλης στο ~ ή τελολογικά συγκροτημένο σύμπαν αφήκε να εισχωρήση και το στοιχείο του "αορίστου", του "αυτομάτου" (Kanellop) |
    • (μια σειρά δεδομένων) οδηγούν ~, αναγκαία στο ίδιο αποτέλεσμα (Dimaras) |
    • (μια τέτοια ιστορία) εξαρτάται ~ κι από τις γενικότερες πνευματικές συνθήκες (Karantonis)

[der of αιτιοκρατικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αιτιοκρατικός -ή -ό [etiokratikós] Ε1 : που έχει σχέση με την αιτιοκρατία: Aιτιοκρατική ανάλυση / θεώρηση / φιλοσοφία. || (επέκτ.) αιτιακός: Aιτιοκρατική σχέση. αιτιοκρατικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. αιτιοκρατ(ία) -ικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αιτιοκρατικός, -ή, -ό [etiokratikós] philos
  • deterministic:
    • αιτιοκρατική φιλοσοφία, αναγκαιότητα, αιτιοκρατικό αξίωμα |
    • λογική αιτιοκρατική σχέση |
    • η άτεγκτη αιτιοκρατική αντίληψη των φυσικών επιστημών |
    • η αυστηρά αιτιοκρατική συνοχή των μεταβολών της ύλης (Lambridi) |
    • η αιτιοκρατική, μηχανική εξέλιξη των φυσικών φαινομένων (id.) |
    • αιτιοκρατικοί νόμοι στα φαινόμενα του ψυχικού βίου του ανθρώπου (id.) |
    • η φυσική, η αιτιοκρατική, αλλά και λογική παρουσία του ανθρώπου (Tatakis)

[der of αιτιοκρατία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αιτιοκρατούμαι [etiokratúme] Ρ10.9β (συνήθ. στον ενεστ.) : καθορίζομαι από αιτιακές σχέσεις: Aιτιοκρατούμενα φυσικά / κοινωνικά φαινόμενα. H φύση αιτιοκρατείται απόλυτα.

[λόγ. αίτι(ον) -ο- + -κρατούμαι]

[Λεξικό Γεωργακά]
αιτιοκρατούμενος, -η, -ο [etiokratúmenos] philos
  • being in a deterministic relationship:
    • δεν είναι η πολιτεία κατά τον Πλάτωνα ένα αιτιοκρατούμενο άθροισμα από βίαια γεγονότα (Theodorakop) |
    • (η ανθρώπινη βούληση) εκδηλώνεται ενεργητικά μέσα στον κόσμο των αιτιοκρατούμενων φαινομένων (Papanoutsos)

[prpp of *αιτιοκρατούμαι, cpd w. κρατώ]

[Λεξικό Γεωργακά]
αιτιολογημένα [etioloyiména] adv
  • accountedly, demonstratedly:
    • σωστά και ~ δόθηκε η έκταση που εμφανίζουν οι κοινόχρηστοι χώροι (DVasileiadis)

[der of αιτιολογημένος]

< Προηγούμενο   [1] 2 3   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες