Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αίτηση η [étisi] Ο33 : η ενέργεια με την οποία γνωστοποιούμε εκείνο που θέλουμε να γίνει σ΄ εκείνον από τον οποίο αυτό εξαρτάται: ~ για συγγνώμη / βοήθεια. α. επίσημη γραπτή αίτηση σε δημόσια ή σε άλλη υπηρεσία: ~ για διορισμό / για μετάθεση / για έκδοση πιστοποιητικού / για χορήγηση άδειας. Έγκριση / απόρριψη της αίτησης. Mε ~ του ενδιαφερομένου. || (νομ.): ~ για ακύρωση / αναίρεση / εξαίρεση. || το σχετικό έγγραφο: Kόλλα / έντυπο / χαρτόσημο για ~. Σύνταξη / υποβολή της αίτησης. Xάθηκε η αίτησή σου· γι΄ αυτό δεν πήρες απάντηση. β. (εκκλ.) είδος προσευχής.
[λόγ. < αρχ. αἴτη(σις) `αίτημα΄ -ση σημδ. γαλλ. pétition]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αίτηση [étisι] η, gen αίτησης & αιτήσεως
- ① request, claim, demand, petition (syn in part αίτημα, απαίτηση, ζήτηση, παράκληση, αξίωση):
- τη αιτήσει του on his request, at his instance |
- κατ' ~ του τάδε on request of X |
- ~ συγγνώμης (συγνώμης) apology |
- ~ βοηθείας call for help |
- απαντώ σε ~ κάποιου I answer s.o.'s request (or call) |
- ~ χορηγήσεως υλικού requisition, indent |
- ζήτησε να τον στείλουν στο εξωτερικό και η αίτησή του έγινε δεκτή |
- δεν μπορούσα να τους ευκαριστήσω σε όλη την αίτησίν τους (Makryg) |
- poem κι αγώνες θα κάναν πιο συχνά |
- είτε ύστερα από κάθε ~ |
- ...| είτε και χωρίς καν ~ (Montis)
- ② written application, petition (syn έγγραφη αναφορά σε αρχή ή σε διοίκηση, με την οποία υποβάλλεται αίτημα):
- υποβάλλω or κάνω ~ submit an application, file a petition, apply |
- επανέρχομαι στην αίτησή μου (L επί της αιτήσεώς μου) I return to the content of my petition |
- ~ πληροφοριών an application for information |
- ~ ασκήσεως επαγγέλματος |
- ~ εξαγωγής συναλλάγματος |
- ~ αδείας, ~ αναρρωτικής αδείας |
- ~ μεταθέσεως, ~ παραιτήσεως |
- ~ αναθεωρήσεως application for revision |
- law η ~ για να κηρυχτή η αφάνεια δικάζεται από το δικαστήριο (Christidis AK)
- ⓐ application blank, application form (syn κόλλα αιτήσεως or ~για να συμπληρωθή)
[fr K ατησις ← AG]
- ① request, claim, demand, petition (syn in part αίτημα, απαίτηση, ζήτηση, παράκληση, αξίωση):