Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αίσχος το [ésxos] Ο46 : 1.ντροπή που οφείλεται σε ανήθικη ή γενικά κακή πράξη (ιδ. σε επιφ. εκφράσεις για δήλωση αποδοκιμασίας): Στην επίθεση της αστυνομίας οι διαδηλωτές απάντησαν με την κραυγή: ~! 2α. (συνήθ. πληθ.) ανήθικη πράξη: Διέπραξε ανήκουστα αίσχη. Mην προσπαθείς να δικαιολογήσεις τα αίσχη σου. β. (με επιθετική λειτουργία) για να χαρακτηρίσει κτ. πολύ κακό: H παράσταση ήταν ~.
[λόγ. < αρχ. αrσχος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αίσχος [ésxos] το, pl αίσχη τα, (L)
- ① great shame, turpitude, disgrace, infamy, opprobrium (syn ατιμία, μεγάλη ντροπή, καταισχύνη):
- ~! (syn ντροπή σου, ντροπή σας!) |
- είναι ~ να προδίδης τους γονείς σου ή τους φίλους σου |
- προς ~ των κριτικών του ποδιού (Palam) |
- ας ομολογήσουμε προς ~ μας |
- αυτό (sc η συγκίνηση που προκαλεί το αληθινό έργο τέχνης) δεν έγινε σε κανένα κρατικό μας θέατρο (Melas) |
- ζούμε στον αιώνα της ύλης, ~ (Terzakis) |
- poem (την όμορφη γη) την έχει ένας δράκος και την τυραννεί και τη γεμίζει με ~ κι ατιμία (Rotas)
- ② shameful act, ignominious deed:
- έκαμε αίσχη he did shameful deeds |
- ανήκουστα (ακατονόμαστα) αίσχη |
- έμπαινε με το γράμμα στο χέρι, για να της δείχνη το ~ της (Xenop) |
- ανταποκρίσεις για τα αίσχη της Πόλης (Christidis) |
- τα πανεπιστημιακά αίσχη των ευαγγελιακών και των ορεστειακών (Chourmouzios) |
- poem γιατί ήθελε ... να σωθή |
- ...| απ' την στιγματισμένη, του αίσχους ηδονή (Kavafis) |
- μαύρισε το αρχιπέλαγος από αίσχη των αρπάγων (Papatsonis)
[fr K, AG αrσχος]
- ① great shame, turpitude, disgrace, infamy, opprobrium (syn ατιμία, μεγάλη ντροπή, καταισχύνη):