Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αίσια [ésia] adv
- auspiciously, favorably (syn ευνοϊκά, ευοίωνα, L αισίως):
- η αποστολή έληξε ~ |
- έχουν ~ διαπλασθή τύποι ζωής του ανθρώπου έξοχης ευμάρειας ή και ευγένειας (Despotop)
[der of αίσιος]
- auspiciously, favorably (syn ευνοϊκά, ευοίωνα, L αισίως):