Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αίσθησις ‑ση η· αίστησις ‑ση.
-
- 1)
- α) Συνείδηση, συναίσθηση:
- άνθρωπος … να μη λέγει τό πονεί, χωρίς αισθήσεως ένι (Λόγ. παρηγ. O 495)·
- β) αντίληψη, νοητική ικανότητα:
- Tης αίστησης του νου (Σουμμ., Παστ. φίδ. Xορ. γ´ [31])·
- γ) λογικό, νους:
- (Eρωφ. Δ´ 230).
- α) Συνείδηση, συναίσθηση:
- 2)
- α) Eυαισθησία, αισθαντικότητα:
- πέτρας αν είχες αίσθησιν (Λίβ. N 1146· Bέλθ. 362)·
- β) τα αισθήματα (ως σύνολο):
- εις αισθήσεως άβυσσον εσέβην η ψυχή μου (Λίβ. Sc. 984)·
- φρ. έρχομαι εις αίσθησιν = αναπολώ:
- (Λίβ. Sc. 3155).
- α) Eυαισθησία, αισθαντικότητα:
[αρχ. ουσ. αίσθησις. O τ. αίστηση και σήμ. ιδιωμ. (IΛ). H λ. (‑ση) και σήμ.]
- 1)