Παράλληλη αναζήτηση
21 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αίσθημα το [ésθima] Ο49 : 1.(ψυχ.) εντύπωση που δημιουργείται στη συνείδηση από ερεθίσματα στα αισθητήρια όργανα ή σε άλλα σημεία του σώματος: Οπτικό / ακουστικό / γευστικό ~. Aπλά / σύνθετα αισθήματα. Tα αισθήματα του ψύχους, της θερμότητας, της πίεσης και του πόνου είναι εκδηλώσεις του αισθήματος της αφής, ενώ εκείνα της πείνας, της δίψας και της κούρασης ανήκουν στα ζωικά αισθήματα. 2. γνώση και ευαισθησία σχετικά με κτ.: Tο ~ της ευθύνης / αλληλεγγύης / τιμής / δικαιοσύνης / ενοχής. Παίζει πιάνο με πολύ ~. (έκφρ.) κοινό ~, η γνώμη του κοινωνικού συνόλου για κτ.: Aδικίες που προσβάλλουν το κοινό ~. || (νομ.): Tο κοινό περί δικαίου ~. 3. γενική ονομασία για συναισθήματα, ένστικτα, τάσεις κτλ.: Ευγενικά / ανώτερα / κατώτερα αισθήματα. Mην αφήνεις τα αισθήματά σου να σε κατευθύνουν. Aπευθύνεται στα αισθήματα, όχι στη λογική. Στην οικονομική δραστηριότητα δεν υπάρχει χώρος για αισθήματα. α. το συναίσθημα: Tο ~ της χαράς / λύπης / στοργής. Tο ~ του φόβου / οίκτου / έρωτα. Θρησκευτικά / πατριωτικά / αδελφικά / φιλικά αισθήματα. β. το ερωτικό συναίσθημα· έρωτας: Παντρεύτηκαν από ~, όχι με συνοικέσιο. Yπάρχει μεταξύ τους ένα αγνό / βαθύ ~. || το σχετικό πρόσωπο: H Ελένη είναι παλιό του ~.
[λόγ.: 1: αρχ. αἴσθημα· 2, 3: σημδ. γαλλ. sentiment]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αίσθημα [ésθima] το, (& αίστημα) gen αισθήματος
- ① sensation and result thereof, sense (syn αίσθηση, αντίληψη):
- ~ προϊόν μιας επιμέρους αίσθησης (Papanoutsos) |
- ~ αφής, απτικό ~ |
- ακουστικό ~ |
- οπτικά αισθήματα |
- ~ καύσωνος burning sensation |
- έχω το ~ πως (πνίγομαι) I feel like (I am choking)
- ② sensation or sense as psychic condition, sensibility (syn συναίσθηση, συνείδηση):
- χάνω το ~ του χρόνου lose track of time |
- ~ καθήκοντος sense of duty |
- ~ ντροπής sense of shame |
- ~ φόβου, οίκτου, απελπισίας sensation of fear, of pity, consciousness of failure |
- ~ ενοχής sense of guilt |
- προσβάλλω τα αισθήματά του outrage his sensibilities |
- ~ ανασφάλειας (L ανασφαλείας) sense of insecurity |
- μιλούσε ... για τον έρωτα μ' αληθινό ~ (Kanellop) |
- poem ξυπνάει πολέμου αισθήματα κ' η γελαστή σου εικόνα (Markoras)
- ⓐ psychic disposition, emotion, sentiment, feeling (syn συναίσθημα):
- ~ τιμής |
- ~ χαράς, λύπης, στοργής |
- άνθρωπος με (αγνά, βαθιά, ευγενικά, καλά)αισθήματα |
- πατριωτικά or ηρωικά αισθήματα |
- θρησκευτικό ~ (syn θρησκευτικό συναίσθημα) |
- έχει σε υψηλό βαθμό το ~ ευθύνης he has a high sense of responsibility (syn συνείδηση ευθύνης) |
- ~ αλληλεγγύης |
- ~ δικαιοσύνης |
- ~ φιλίας |
- χωρίς ~ insensitive to friendship |
- ~ αδερφικό |
- τα αισθήματα τού είναι ξένα he has no feelings at all |
- δείχνει τα αισθήματά του he shows his feelings |
- επικαλούμαι τα αισθήματά του I appeal to his feelings |
- poem τες γυναίκες των συχνά |
- μεγαλόψυχα τραβάει |
- το ίδιον ~ τιμής (Solom) |
- και μου ξύπναε το φεγγάρι |
- χίλια αισθήματα κρυφά (Markoras) |
- μες στην καρδιά φωλιάζεις, έρμο αηδόνι, |
- να σε πλανεύη το αίστημα κι ο νους (Golfis)
- ③ feeling of love, (erotic) love (syn αγάπη, έρωτας, θέρμη, πάθος) and love affair (syn ερωτοδουλειά):
- τους συνδέει (αγνό, βαθύ, μεγάλο, ξεχωριστό) ~ |
- ερωτικό ~ |
- την παντρεύτηκε (or πήρε) από ~ |
- η κόρη του έχει ένα ~ |
- μικρό ερωτικό ~ a passing fancy (syn αισθηματάκι) |
- οι περισσότερες γυναίκες δεν έχουν αρχές, οδηγούνται απ' το ~ (Vrettakos) |
- μιλάει η γλώσσα του αισθήματος, της καρδιάς (Xenop) |
- poem το ~ τ' ονομάζει παλίμψηστη λιβιδώ (Seferis) |
- μα είναι το πάθος του σφοδρό, νικάει κάθ' αίστημ' άλλο (Skipis)
- ④ strong impression, opinion, judgment (syn εντύπωση, γνώμη):
- είχαν όλοι το ~ ότι το νομοθέτημα τούτο δεν έμοιαζε με τα άλλα (Papanoutsos) |
- όλοι έχουν το ~ ότι ανήκουν στη νέα ... πατρίδα (τις H.Π.) (id.) |
- αντιπροσωπεύουν την πόλη, το κοινό ~ (i.e. the consensus of the city) (Roufos)
- ⓑ view, conviction, leaning toward, or adherence to, an idea (syn ιδέα, φρόνημα):
- πουλάει το αίστημά του he changes his political adherence for money |
- ανήκει στο κόμμα του πατέρα του, δεν αλλάζει ~
- ⑤ feeling (for), deep familiarity (w.), natural and intimate knowledge (of) (syn αισθητήριο 3, γνώση, οικειότητα):
- έχει οξύτατο το γλωσσικό ~ (στη μητρική του γλώσσα)
[fr MG αίσθημα ← K, AG 'object of sensation; sense of (a thing)']
- ① sensation and result thereof, sense (syn αίσθηση, αντίληψη):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αισθηματάκι [esθimatáci] το,
- little love affair without duration or intensity, passing fancy (syn περαστικό αίσθημα):
- όχι αίσθημα, ~ |
- ήταν ... και κάποιο ~ στη μέση, που η όμορφη γειτονοπούλα το συμμεριζόταν (Xenop)
[der of αίσθημα]
- little love affair without duration or intensity, passing fancy (syn περαστικό αίσθημα):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αισθηματίας ο [esθimatías] Ο3 : άνθρωπος συναισθηματικά ευαίσθητος, ιδίως όσον αφορά τον έρωτα.
[λόγ. αισθηματ- (αίσθημα) -ίας μτφρδ. γαλλ. sentimentaliste]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αισθηματίας [esθimatías] ο,
- person of sentiment, sentimentalist (syn ευαίσθητος άνθρωπος, άνθρωπος με [ευγενή] αισθήματα, άνθρωπος με συναισθηματικό κόσμο):
- ένας εμπνευσμένος ~ |
- είσαι ~ και παρασύρεσαι από αφηρημένα ιδανικά |
- | in adj use |
- εραστής των δύο αδελφών -δυο αδελφές διπλή χαρά- ο ~ νέος εσκότωσε τη μια, που ... προτίμησε από τον αδελφό το μνηστήρα (Palaiologos)
- ⓐ a magnanimous or noble person (syn ευγενής άνθρωπος, άνθρωπος με καρδιά, πονόψυχος άνθρωπος)
[der of αίσθημα; cf καυχηματίας, οιηματ-, πνευματ-, τραυματ-, φρονηματ-ίας etc]
- person of sentiment, sentimentalist (syn ευαίσθητος άνθρωπος, άνθρωπος με [ευγενή] αισθήματα, άνθρωπος με συναισθηματικό κόσμο):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αισθηματικά [esθimatiká] adv
- ① in feelings, sentimentally (syn L αισθηματικώς 1):
- το αντικείμενο της αισθητικής θέας πρέπει να πλαταίνη τον ~ παραστατικό μας ορίζοντα (Papanoutsos) |
- δε θα 'γραφε αισθηματικότερα, αν ήτανε Eλληνίδα δασκάλα (Travlantonis) |
- σύμφωνα με αυτούς το ποιητικό έργο ζη και ενεργεί ~ με το λόγο (Geros) |
- (τη διάκριση την έκανε) κάποιος τρίτος ~ αδιάφορος προς το άλογο ή το έλλογο στοιχείο (id.) |
- ο Πετράρχης ήταν δεμένος ~ και ιδεολογικά ... με την Iταλία ολόκληρη (Kanellop)
- ② in love (syn L αισθηματικώς 2, ερωτικώς)
[der of αισθηματικός]
- ① in feelings, sentimentally (syn L αισθηματικώς 1):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αισθηματικός -ή -ό [esθimatikós] Ε1 : 1.ερωτικός: Aισθηματικές σχέσεις. ~ δεσμός. H αισθηματική ζωή κάποιου. Aγόρι / κορίτσι με αισθηματικά προβλήματα. Aισθηματικό διήγημα / μυθιστόρημα. 2. (σπάν.) συναισθηματικός: ~ άνθρωπος / τύπος.
αισθηματικά ΕΠIΡΡ στη σημ. 1: Συνδέθηκαν ~ κι αργότερα παντρεύτηκαν. [λόγ. αισθηματ- (αίσθημα) -ικός μτφρδ. γαλλ. sentimental]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αισθηματικός, -ή, -ό [esθimatikós]
- ① relating to a noble sentiment, sentimental:
- μη ~ unsentimental |
- αισθηματική αντίληψη των πραγμάτων |
- αισθηματική ευγλωττία, συγκίνηση, αδυναμία, ευγλωττία, συγκίνηση, αδυναμία, ευγένεια, ταινία |
- αισθηματικό στοιχείο |
- αισθηματικό δράμα sentimental drama |
- με την ανατροφή μπορεί κανείς ... μια καρδιά αναίσθητη να την κάνη αισθηματική (Saratsis) |
- οι πιο αισθηματικοί μιλούσαν για τον ερωτευμένο συμπαθητικά (Xenop) |
- poem σ' έπλασα ωραίο κ' αισθηματικό (Kavafis)
- ② relating to love between the sexes, usu the first love or pure or idealized love, romantic (syn ιδανικός, ρομαντικός):
- ένας νέος απάνω στην αισθηματική τρυφερότητα της εφηβείας |
- η αισθηματική φύση της γυναίκας |
- η αισθηματική ζωή της κυρίας |
- ~ έρωτας |
- γάμος μη ~ |
- αισθηματική ανάπτυξη (του νέου) |
- αισθηματική περιπέτεια |
- υπόθεση αισθηματικής περιπλοκής |
- αισθηματική αγωνία, απογοήτευση |
- αισθηματική διαχυτικότητα (syn αισθηματολογία 2) |
- αισθηματική φράση |
- αισθηματικό τραγούδι |
- αισθηματικά μυθιστορήματα |
- αηδιαστική αισθηματική λογοτεχνία, σαχλά αισθηματικά έργα, ανόητα αισθηματικά κομμάτια sob stuff |
- μας κάνει τώρα την αισθηματική παρθένα (Nirvanas, in dialogue)
- ③ sensitive (syn in αισθαντικός):
- αισθηματική νέα |
- ένας ~ τύπος νέου
[der of αίσθημα]
- ① relating to a noble sentiment, sentimental:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αισθηματικότητα η [esθimatikótita] Ο28 : η ιδιότητα του αισθηματικού.
[λόγ. αισθηματικ(ός) -ότης > -ότητα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αισθηματικότητα [esθimatikótita] η, (& L αισθηματικότης)
- ① tender feelings, sentimentality, sentimentalism:
- η αισθηματικότητά του είναι πληγωμένη |
- προτιμά τη γλωσσική συντηρητική ~ των "Φιλικών Γραμμάτων" (Palam) |
- απομακρύνεται από την ~, τους πόθους, τις ενδιάθετες ροπές γύρω του (Chourmouzios) |
- έτσι δε θα είχαμε ούτε μικροσυγκινήσεις ούτε αισθηματικότητες (VDaskalakis)
- ② romantic, idealized love affair:
- εκείνη ενεργούσε μέσον μου, τρέφοντας το τέρας της αισθηματικότητας (KPolitis)
[der of αισθηματικός]
- ① tender feelings, sentimentality, sentimentalism: