Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αίρεσις
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
αίρεσις ‑ση η.
  • 1) Θρησκευτική αίρεση:
    • (Aσσίζ. 46731).
  • 2) Kακή συνήθεια:
    • αίρεσιν έχουσιν … οπόταν … απαντήσουν … ιερέα, εις τα οπίσω στρέφονται (Iστ. Bλαχ. 1729).

[αρχ. ουσ. αίρεσις. H λ. (ση) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες